- καράβι
- Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας.
1. Νησί της συστάδας των Οθωνών.
2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για καράβι που απολιθώθηκε από θεϊκή οργή. Μία άλλη παράδοση το αναφέρει ως το απολιθωμένο καράβι του Οδυσσέα.
3. Νησί στον Μεσσηνιακό κόλπο, σε απόσταση 7,5 χλμ. από το ακρωτήριο Ταίναρο.
4. Νησί ανάμεσα στη Φαλκονέρα και στην Παραπόλα.
5. Νησί κοντά στη βόρεια άκρη της Πάτμου.
6. Νησί που βρίσκεται κοντά στο ακρωτήριο Ταίναρο. Ονομάζεται επίσης και Εόζι.
* * *το (AM καράβιον, Μ και καράβιν)νεοελλ.1. πλοίο2. κομμάτι ψωμιού που πάνω του βάζουν μεζέ και χρησιμεύει ως ορεκτικό για ούζο ή για κρασί3. πρόποση σε συμπόσιο4. φρ. α) «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες» — οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεγάλους κινδύνουςβ) «τό 'ριξε έξω το καράβι» — καταστράφηκε οικονομικά ή προκάλεσε οικονομική καταστροφήγ) «μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκα» — μη ριψοκινδυνεύεις από ενθουσιασμόδ) ειρων. «πέσαν έξω τα καράβια του» ή «βούλιαξαν τα καράβια του» — γι' αυτούς που είναι στενοχωρημένοι ή άκεφοι χωρίς λόγονεοελλ.-μσν.μεγάλο εμπορικό, πολεμικό ή επιβατηγό ιστιοφόρο πλοίοαρχ.(υποκορ. τού κάραβος) ελαφρό πλοιάριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καράβ-ιον < κάραβος + υποκορ. κατάλ. -ιονο νεοελλ. τ. καράβι χωρίς υποκορ. σημ. Η λ. καράβι απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή καραβο-.ΠΑΡ. νεοελλ. καραβήσιος, καραβιά, καραβιώτης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. καραβοθαλασσοπνιγμένος, καραβοκάτεργο(ν)μσν.- νεοελλ.καραβοκύρηςνεοελλ.καραβόγατος, καραβόπανο, καραβόσκαρο, καραβόσκυλος, καραβοστάσι, καραβόσχοινο, καραβοτσακίζομαι, καραβοφάναρο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κλεφτοκάραβο, ξυλοκάραβο, παλιοκάραβο, πλουσιοκάραβο, σαπιοκάραβο, φτωχοκάραβο].
Dictionary of Greek. 2013.